Βίβιαν Στεργίου, Το Δέρμα, Εκδόσεις Πόλις
από τη Θέμιδα Παναγιωτοπούλου
Η Βίβιαν Στεργίου, με το καινούργιο της βιβλίο, Δέρμα, ήταν μια από τις πιο ευχάριστες και αποκαλυπτικές αναγνώσεις του φετινού καλοκαιριού. Ευχάριστες γιατί το χιούμορ που χαρακτηρίζει τη γραφή της μου θύμισε αυτό του Ισραηλινού Έτγκαρ Κέρετ που επίσης με είχε κερδίσει μέσα από τις απολαυστικές περιγραφές στις επινοημένες ή μη ιστορίες του και αποκαλυπτικές γιατί ίσως να πρόκειται για την καλύτερη Ελληνίδα συγγραφέα αυτής της ηλικίας.
Πρωτοκαθεδρία στα όσα αφηγείται η συγγραφέας, κατέχει η σύγχρονη τεχνολογία, η επικοινωνία μέσω messenger, το instagram, και όλη η disruptive technology που η γενιά των τριαντάρηδων στην οποία ανήκει και η ίδια η Βίβιαν Στεργίου, χειρίζεται άριστα και αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της. Στο βιβλίο αυτό, περιγράφονται με μεγάλη δεξιοτεχνία οι ανησυχίες, οι εσώτερες σκέψεις και τα άγχη της γενιάς των millenials, ενώ μέσα από μία τολμηρή και ειλικρινή ματιά, έρχονται στο φως σχεδόν αφιλτράριστες οι πιο ενδόμυχες ανασφάλειες απέναντι στο είναι, την εικόνα, τον αυτοπροσδιορισμό μέσα σε ένα κοινωνικό σύνολο που βιώνει μία άνευ προηγουμένου έκρηξη πληροφορίας.
Οι ήρωες της Βίβιαν Στεργίου, βιώνουν έναν καταιγισμό πληροφοριών, ιδεών που μοιάζουν να στροβιλίζονται μέσα σε ένα τεράστιο πλυντήριο και στο τέλος της πλύσης βγαίνουν λίγο πιο ξεβαμμένες, λίγο αλλιώτικες, γεννώντας με τη σειρά τους νέες. Σε αυτό το μεταλλασσόμενο περιβάλλον, που χαρακτηρίζεται από εργασιακή στασιμότητα στην Ελλάδα και από μία γιάπικη αντίληψη επιτυχίας στο εξωτερικό που όμως και αυτή φθίνει, μαζί με όλο το αισθητικό περίβλημα (ενδυματολογικά και από άποψη design) που συνυπάρχει με την αντίληψη αυτή, η συγγραφέας επαναπροσδιορίζει τους όρους της επιτυχίας και το πεπερασμένο της ανθρώπινης ύπαρξης.
Το πεπερασμένο της ανθρώπινης ύπαρξης έγκειται ακριβώς στη διαπίστωση ότι και οι δύο πλευρές που βρίσκονται απέναντι από ένα επιχείρημα μπορούν να έχουν το δικό τους δίκιο. Η αλήθεια αυτή παρουσιάζεται με κυνισμό και ευαισθησία, όμοια με εκείνη του Μισέλ Ουελμπέκ.
Ίσως για αυτό θαύμασα τόσo πολύ τη γραφή της Βίβιαν Στεργίου στο Δέρμα. Γιατί θα μπορούσα να τη χαρακτηρίσω τόσο επιτυχημένη χρονικογράφο για τα ελληνικά λογοτεχνικά δρώμενα, όσο τον Ουελμπέκ στη Γαλλία.
Η πρόζα της συγγραφέως παρά το ότι είναι απολύτως πρωτότυπη και αυθεντική, θυμίζει αρκετά αυτή του Μισέλ Ουελμπέκ, μέσα από την επιτυχημένη δοσολογία κυνικού ρεαλισμού και ευθραυστότητας που και οι δύο χρησιμοποιούν.
"Έλεγα μέσα μου: σκάσε, δεν έχεις ιδέα πόσο κόπο μπορεί να απαιτούν αυτές οι δουλειές. Έλεγα μέσα μου: σκάσε, δεν έχεις ιδέα πόσο καταπιεστική μπορεί να είναι η ζωή για ένα πλούσιο αγόρι, που μεγαλώνει στη σκιά του μπαμπά του. Έλεγα μέσα μου: μην τολμήσεις να κρίνεις ποτέ άνθρωπο γι'αυτό που έκαναν οι γονείς του. Έλεγα μέσα μου: δεν υπάρχει η φράση "γεννήθηκε και τα 'χε όλα έτοιμα". Μας κάνουν όλους ανεπαρκείς, ανίκανους να ζούμε, από νεαρή ηλικία, ανεξαρτήτως καταβολών, έτσι μας ρυθμίζουν . Εσύ μου το έμαθες αυτό όταν μου είπες: "Πώς τολμάς και μιλάς; Δεν έχεις δουλέψει ούτε μέρα. Βούλωσέ το!" Ένιωθα ότι με αδικείς, γιατί είχα πάνω μου μια κούραση πολύ προσωπική που δε θα μπορούσες να την καταλάβεις με ταξικούς όρους."
Οι αφηγήσεις που παραδίδει η συγγραφέας στους αναγνώστες της, προκύπτουν με αμεσότητα, μέσα από μηνύματα που ανταλλάσσει ένα ζευγάρι νεαρών ανθρώπων με φόντο ένα βαρετό πάρτυ στην καλοκαιρινή Αθήνα, μέσα από τον εθισμό στην ιντερνετική συνομιλία, μέσα από τους προβληματισμούς των expats που προσπαθούν να επιβιώσουν στο εξωτερικό, σε φοιτητικά δωμάτια με αταίριαστους συγκάτοικους που ο καθένας τους τραβάει μια διαφορετική πορεία ζωής. Γύρω από το ασφυκτικό περιβάλλον μιας οικογένειας όπου ο πατέρας εθελοτυφλεί συντονισμένος στο κανάλι της επιτυχίας ορισμένης με όρους οικονομικούς ενώ η μητέρα πασχίζει να χωρέσει στον πλαστικό κόσμο που κάθε αληθινός άνθρωπος δε θα τα κατάφερνε, μέσα από τη συγκλονιστική μαρτυρία ενός Fachidiot (από τα γερμανικά μεταφράζεται: σπασίκλας), που πιστός στα θέλω των γονιών του, διάγει ένα βίο που απέχει κατά πολύ από τις επιθυμίες του, ευνουχισμένος και εγκλωβισμένος από χρόνια, ζώντας σχεδόν αυτοκτονικά στο κέντρο της Αθήνας, φορώντας το πλατύ του χαμόγελο όταν συναντά γνωστούς του μπαμπά κρύβοντας την κατάθλιψη κάτω από την αισθητική επίφαση του politically correct προσωπείου του, μέσα από αιχμηρά κοινωνικά σχόλια για τη θέση του γυναικείου σώματος, για τη θέση της γυναίκας στο οικογενειακό και εργασιακό περιβάλλον, για την επιτυχία και την αποτυχία, η Βίβιαν Στεργίου υπογράφει ένα εγχειρίδιο σκέψεων και συναισθημάτων της γενιάς των σημερινών τριαντάρηδων.
Η γραφή της σύντομη και κοφτή, χωρίς μεγάλες προτάσεις, που στο σύνολό τους προκαλούν τις ευαίσθητες χορδές. Όπως αναφέρεται και στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, οι ιστορίες που διαβάζουμε έχουν ως θέμα την καθημερινότητα των ηρώων τους. Τίποτα σημαντικό δε συμβαίνει, εκτός από την ίδια τους τη ζωή.
Η Βίβιαν Στεργίου, με αιχμηρή και άμεση διάθεση, μας κάνει να ανυπομονούμε για τα επόμενα έργα της.
"Μια βαριά πηχτή ενοχή που μπορεί ν'αντέξει έναν αιώνα, μια ενοχή αποκλειστικά γυναικεία, την ενοχή αυτής της άπιστης σκρόφας που αυτό το δώρο του Θεού-τη ζωή- δεν το εκτιμάει. Και , εκείνη ακριβώς της στιγμή που η ανεπρόκοπη γυναίκα καταλαβαίνει το αμάρτημά της, φροντίζει να το μεταδώσει, κοιτάει να ενσταλάξει ακριβώς την ίδια ενοχή στις κόρες της-δε θα το φας όλο; έφτυσα αίμα να το ετοιμάσω"- ή στους γιους της- "Πού γύριζες πάλι; Δε με λυπάσαι;" Τους τάιζαν ενοχή από νωρίς, όπως μπούκωναν τα γουρούνια με αντιβίωση για να τα παχύνουν -αυτά νόμιζαν πως πίνανε νερό, αλλά το νερό είχε μέσα φάρμακο που άλλαζε τη σύσταση του οργανισμού τους. Έτσι και οι άνθρωποι. Και μετά η ενοχή να μεταδίδεται όπως οι ιοί, που ζουν μόνο για να μεταδοθούν, που κάνουν τα πάντα για να βγουν μέσα από το στόμα σου, το οποίο ποτέ δεν ελέγχεις ακριβώς, για να καθίσουν πάνω στο δέρμα του άλλου. Οπότε κάπου στη δεκαετία του '80 ακούμε τη φράση του στυλ "Γιατί είστε τόσο αχάριστα, ξέρετε τί πέρασα για να σας μεγαλώσω;", η οποία στη δεκαετία του '90 μεταλλάσσεται: "Μη με στενοχωρείτε μόνο εσάς έχω". Κι έτσι κάπου στη δεκαετία του 2000, έχουμε τα ψυχοσωματικά. Η μητρική κληρονομιά είναι η ενοχή και βρίσκεται μες στο Nesquik."
Το Δέρμα, το μεγαλύτερο όργανο του ανθρώπινου σώματος, βρίσκεται σε μια μόνιμη συνδιαλλαγή με το εξωτερικό περιβάλλον, ευάλωτο και εκτεθειμένο σε πάσης φάσης λεκτικά και μη λεκτικά ερεθίσματα. Η ανθρώπινη φύση, παραμένει τρωτή και πεπερασμένη, όσο κι αν τα ανθρώπινα επιτεύγματα και η τεχνολογία μας διευκολύνουν να το ξεχνάμε. Αυτό το αντιθετικό δίπολο ανάμεσα στον εύθρυπτο χαρακτήρα της ατομικής υπόστασης και τον ανεξέλεγκτο και ιλιγγιώδη ρυθμό ανάπτυξης και διάχυσης της τεχνολογίας σε κάθε πτυχή της καθημερινότητας, αφήνει να φανερωθεί η Βίβιαν Στεργίου. Το δίπολο αυτό, υπάρχει σε όλη τη διάρκεια της αφήγησης, άλλοτε πιο ρητά και άλλοτε σε μορφή λανθάνουσα.