Ουν-Σου-Κιμ, Οι Μηχανορράφοι, Εκδόσεις Πατάκη
από τη Θέμιδα Παναγιωτοπούλου
Γεννημένος στην παραθαλάσσια πόλη του Μπουσάν στη Νότια Κορέα, ο Ουν-Σου-Κιμ, φέρνει τους Έλληνες αναγνώστες σε επαφή με την κορεατική λογοτεχνία, μέσα από το μεταφρασμένο στα ελληνικά έργο του «Οι Μηχανορράφοι», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη. Πράγματι, αν εξαιρέσουμε τη γιαπωνέζικη λογοτεχνία, η κορεατική δεν είναι τόσο γνωστή στο ελληνικό κοινό, παρά το ότι διαβάζοντας τους Μηχανορράφους, διαπιστώνει κανείς εύκολα, ότι η αισθητική και η κουλτούρα της γραφής, εντάσσεται άρρηκτα στην παράδοση της ασιατικής λογοτεχνίας. Και ποια είναι αυτή η παράδοση; Φυσικά ότι στο επίκεντρο βρίσκεται η μοναχικότητα, που κατά τα λεγόμενα του συγγραφέα, συνιστά το παλίμψηστο της ανθρώπινης φύσης. Η μοναχικότητα, ως το ανώτατο νόημα της ατομικής υπόστασης, προκύπτει κατά την άποψη του συγγραφέα, από τη λανθασμένη αντίληψη ότι εκείνοι (οι άνθρωποι) είναι οι μοναδικοί που έχουν πληγωθεί.
Παράλληλα, ένα ακόμα λάιτμοτίφ, γύρω από το οποίο εξελίσσεται η πλοκή στα περισσότερα έργα ασιατικής λογοτεχνίας, είναι μια ιδιαίτερη, εντελώς διαφορετική για τα δυτικά πρότυπα, αντίληψη για το θάνατο. Στην ασιατική κουλτούρα, τουλάχιστο όπως παρουσιάζεται μέσα από τον πεζό λόγο της μέχρι σήμερα, οι άνθρωποι εμφανίζονται απέναντι στο θάνατο περισσότερο καρτερικοί και λιγότερο αγχωμένοι. Υπάρχει μια ολόκληρη φιλοσοφία που έγκειται στη συνειδητοποίηση του πεπερασμένου της ύπαρξης από νωρίς.
Τί συμβαίνει όμως στους μηχανορράφους; Σε ένα φαύλο κύκλο υποκόσμου, πληρωμένων δολοφόνων, εγκληματιών, οργανωτών φόνων, ο Ρεσένγκ ο πρωταγωνιστής, μεγαλωμένος από το γέρο-Ρακούν σε μια βιβλιοθήκη (Το Σκυλόσπιτο), που ουσιαστικά αποτελεί προκάλυμμα για το βρώμικο χρήμα που προκύπτει από εγκληματικές δραστηριότητες, εισέρχεται σε έναν κόσμο βίας, χωρίς άλλη επιλογή. Ο Ρεσένγκ, βρέθηκε από μωρό μέσα σε έναν κάδο απορριμμάτων, και ανατράφηκε σε μια κουλτούρα ασύγκριτης βίας.
Υπάρχει μια έντονη πολιτική αλληγορία. Η ιστορία της Νότιας Κορέας, παρουσιάζεται μέσα από τα μελανά χρώματα της βίας και του τρόμου, μέσα από σκηνικά άγριων δολοφονιών που αποτέλεσαν και αποτελούν ακόμη το πολιτικό πρόσημο της χώρας. Οι οργανωτές φόνων και οι εκτελεστές, δε μοιάζουν εδώ να συνιστούν μια μικρή περιθωριακή ομάδα ανθρώπων, αλλά ένα ολόκληρο καλά οργανωμένο δίκτυο κακοποιών, με πλοκάμια σε κάθε θεσμικό παρακλάδι της εξουσίας, έχοντας διαβρώσει οποιαδήποτε ελπίδα για απονομή δικαιοσύνης. Ολόκληρη η Νότια Κορέα, βρίσκεται στη σκιά εγκλημάτων που λαμβάνουν χώρα πίσω από βιτρίνες όπου ο ανυποψίαστος νους, δε θα μπορούσε να φανταστεί τί υποκινούν.
«Παραδόξως η ανατροπή της τριακονταετούς στρατιωτικής δικτατορίας, η επιστροφή στις δημοκρατικά εκλεγμένες πολιτικές κυβερνήσεις και η γοργή έλευση του εκδημοκρατισμού οδήγηση σε τεράστια άνθηση στον τομέα των συμβολαίων θανάτου. Την εποχή της δικτατορίας, οι δολοφονίες ήταν μυστικές επιχειρήσεις τις οποίες διεξήγε ένας μικρός αριθμός οργανωτών, εκτελεστών, ειδικά εκπαιδευμένων από την κυβέρνηση, ή τον στρατό, και πολύπειρων και αξιόπιστων εργολάβων. Η ζήτηση μάλιστα ήταν τόσο μικρή, που δεν μπορούσε καν να θεωρηθεί επιχειρηματικός τομέας. Ελάχιστοι γνώριζαν ή εμπλέκονταν στον κόσμο των συμβολαίων θανάτου, και ποτέ δεν υπήρχε ιδιαίτερη δουλειά. Ο στρατός, ως επί το πλείστον, δεν ασχολούνταν με οργανωτές. Εκείνες τις απλές, πρωτόγονες εποχές μπορούσες να χώσεις αυτόν που σου προκαλούσε προβλήματα σε ένα τζιπ μπροστά σε όλη του την οικογένεια, να τον κλειδώσεις σε ένα υπόγειο στο βουνό Ναμσάν, να τον σαπίσεις στο ξύλο και μετά να τον στείλεις στο σπίτι του χωρίς να βγάλει κανένας άχνα. Γιατί να μπεις στον κόπο να βρεις πεπειραμένο οργανωτή;»
Στους Μηχανορράφους του Ουν-Σου-Κιμ, επικρατεί ένα έντονο πολιτικό σχόλιο για τη διαχρονική κατάσταση βίας και τη διαφθορά στη Νότια Κορέα. Ο διαχωρισμός της χώρας σε βόρεια και νότια, το μοίρασμα στρατοπέδων από εποχής Β' Παγκοσμίου Πολέμου και μετά, δημιούργησαν αμετάκλητα, τις συνθήκες εκείνες, που διευκόλυναν την επικράτηση δικτατορικών καθεστώτων και μάλιστα επέτρεψαν τη μακρόβια εξουσία τους. Όμως ακόμα και όταν η δικτατορία αντικαταστάθηκε από τη δημοκρατία, στην ουσία επήλθε μία επίφαση ηθικής και νομιμότητας, χωρίς να έχει αλλάξει τίποτα στον ιστό τον πολιτικό και τον κοινωνικό, που παρέμενε βαθιά σάπιος και διεφθαρμένος.
Το βιβλίο του Ουν-Σου-Κιμ, οι Μηχανορράφοι, αξίζει να αναφέρουμε ότι επικρίθηκε έντονα, και αυτό γιατί μέσα από μια ζωή βουτηγμένη στο έγκλημα, δραστηριοποιούμενος για χρόνια ολόκληρα ως επιτυχημένος πληρωμένος δολοφόνος, ο ήρωας του μυθιστορήματος, ο Ρεσένγκ, επιδιώκει σε κάποιο σημείο μία απονομή δικαιοσύνης (μέσα στο πλαίσιο που ορίζεται σαφώς από τη φύση του επαγγέλματός του), αφήνοντας να διαφανεί μια υπόνοια μεταστροφής. Η άποψή μου είναι ότι επειδή η εμπλοκή με τον κόσμο της βίας δε γίνεται πάντοτε συνειδητά, δε θα απέκλεια την περίπτωση ενός εγκληματία που αρχίζει να αισθάνεται ότι όλος αυτός ο τρόπος ζωής είναι ένας βάλτος. Το να βγει βέβαια κανείς από το βάλτο δεν είναι εύκολη υπόθεση. Ωστόσο νομίζω η επίκριση ως προς το σημείο αυτό που παρουσιάζει μια κάποια μεταστροφή του ήρωα, είναι άδικη απέναντι στο έργο του Ουν-Σου-Κιμ, γιατί πρέπει να υπάρχουν πολλοί εγκληματίες που αναγκάζονται να συνεχίζουν ως τέτοιοι, απλά επειδή οποιαδήποτε άλλη επιλογή θα στοίχιζε τη ζωή τους. Ακριβώς πάνω σε μία τέτοια ψυχολογία τρόμου άλλωστε, διαιωνίζεται η ύπαρξη οργανωμένων εγκλημάτων και συμβολαίων θανάτου.
Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, αναφέρεται σε κάποιο σημείο ότι η πλοκή του βιβλίου φέρνει στο νου την κορυφαία ταινία του κορεατικού σινεμά «Τα Παράσιτα». Νομίζω ωστόσο, ότι η ομοιότητα εξαντλείται μόνο στα σκηνικά της βίας και όχι στο περιεχόμενο. Η ταινία τα 'Παράσιτα', δείχνει τον κοινωνικό αποκλεισμό, τη δομική βία της φτώχιας και συνιστά μία συνειδητοποίηση ταξική πρωτίστως. Οι 'Μηχανορράφοι' ωστόσο, αναφέρονται σε μια πολιτική κατάσταση εγκλημάτων και διαφθοράς που δείχνει να έχει διαβρώσει κάθε κοινωνική σφαίρα.
΄Ισως να σκέφτηκαν ότι αν έβαζαν στο κούτελο τη
σφραγίδα που έγραφε «Μην ανησυχείτε, δεν είμαι ο
στρατός, θα μπορούσαν να ξεγελάσουν το λαό. Όμως η εξουσία στο βάθος της είναι
ίδια, ό,τι παρουσιαστικό κι αν έχει. Όπως είπε κάποτε και ο Ντένγκ Σιαοπίνγκ,
«Τί άσπρη γάτα, τί μαύρη γάτα, ποντίκια να πιάνει».