Λέα Ούπι: Ελεύθερη, Μεγαλώνοντας στο τέλος της ιστορίας, Εκδόσεις Πατάκη
από τη Θέμιδα Παναγιωτοπούλου
Η Λέα Ούπι, γεννήθηκε στα Τίρανα το 1979. Σήμερα, διδάσκει πολιτική θεωρία στο London School of Economics. Είναι μία από τις εξαιρετικά σπάνιες συγγραφικές φωνές της χώρας της, που περιγράφουν με τέτοια αντικειμενικότητα καταστάσεις βιωματικές, χωρίς καταφυγή σε αφορισμούς ή σε άκριτη αποδοχή, της διαφορετικότητας. Για αυτό και μόνο το λόγο, θα άξιζε να διαβαστεί το βιβλίο της 'Ελεύθερη', που αναλύει την πορεία της ίδιας της συγγραφέα προς την ελευθερία...μια διαδικασία in process, όπως αναφέρει και στο τέλος του έργου της.
Οι Έλληνες αναγνώστες, δεν είναι ιδιαίτερα συνηθισμένοι, σε έργα συγγραφέων από τη γειτονική χώρα, όμως νομίζω ακριβώς λόγω γειτνίασης, έχουμε έναν περισσότερο λόγο να ενδιαφερθούμε για την οπτική της Λέα Ούπι...
Ας ξεκινήσουμε από το κουτάκι της coca-cola που βρίσκεται στο εξώφυλλο του βιβλίου και χρησιμεύει ως διακοσμητικό βάζο. Τις δεκαετίες από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι και λίγο πριν την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, η Λέα μεγαλώνει σε έναν κόσμο, που την αναγκάζει να αποδέχεται μία μόνο εξήγηση των πραγμάτων, ακριβώς όπως συμβαίνει δηλαδή με όλες τις φασιστικές μορφές εξουσίας, ανεξαρτήτως ιδεολογικού υπόβαθρου...
Τα χρόνια της σκληρής διακυβέρνησης του Χότζα, τα κουτάκια της coca-cola, αποτελούν αξεσουάρ κύρους και κοινωνικού στάτους. Συνεπώς, οποιοσδήποτε έχει καταφέρει να συμπεριλαμβάνει στα αντικείμενα του σπιτιού του, αυτά τα κόκκινα εμβληματικά κουτάκια, θεωρείται προνομιούχος, που κατάφερε να αγγίξει και να φέρει κοντά του, μέσα στα τείχη όπου ζει, κάτι δυτικό. Οι θρυλικές κόκκινες συσκευασίες, γίνονται αντικείμενο διαμάχης συχνότατα, όπως ακριβώς συνέβη ανάμεσα στην οικογένεια της Λέα και γείτονές τους.
Η ζωή της Λέα Ούπι, κατά τη διάρκεια των παιδικών της χρόνων, χαρακτηρίζεται από την αέναη προσπάθεια να αποκρύψει την ταυτότητα της ύπαρξής της, το γεγονός δηλαδή ότι το επώνυμό της δεν ήταν μια απλή συνωνυμία με τον πρώην πρωθυπουργό της Αλβανίας Ούπι, που ως δωσίλογος, παρέδωσε την Αλβανία στα χέρια των Ιταλών, χαιρετίζοντάς τους σαν απελευθερωτές. Μάλιστα ο πολιτικός Ούπι, εργαζόταν και στην αυλή του τότε βασιλιά της Αλβανίας Ζόγου, κατά το σύντομο διάστημα δηλαδή που η χώρα υπήρξε βασίλειο, μέχρι να παραδοθεί στους Ιταλούς το 1939.
Η Λέα πηγαίνει στο σχολείο και μαθαίνει πώς έχουν τα πράγματα, τα οποία είναι είτε άσπρα είτε μαύρα. Μαθαίνει για την υπέρτατη πολιτική αρετή του Στάλιν, για τα δεινά του καπιταλισμού και την ανελευθερία που δημιουργεί σε όσους εργάζονται για να τον αναπαράγουν, διδάσκεται ότι η παρούσα κατάσταση την οποία βιώνει η χώρα της και είναι ο σοσιαλισμός, θα οδηγήσει στον κομμουνισμό που είναι το ιδεώδες. Έως τότε, γίνεται μάρτυρας μιας ασφυκτικής καθημερινότητας, κατά την οποία αφορίζεται οτιδήποτε δυτικότροπο, η ζωή επαναλαμβάνεται μίζερα και μέσα από κοινωνικές και πολιτικές παρωπίδες, τα σύνορα παραμένουν κλειστά, το να ταξιδέψει κανείς ή να εξασφαλίσει βίζα αποτελεί ουτοπικό όνειρο, ενώ για πάρα πολλά χρόνια οι μοναδικοί 'τουρίστες' που βλέπουν από κοντά οι πολίτες της Αλβανίας, είναι οι διεθνείς παρατηρητές, οι ανταποκριτές από ξένες χώρες...
Το κοριτσάκι που γεμίζει ερωτηματικά και γίνεται μάρτυρας της καταπιεστικής συνθήκης που βιώνουν η ίδια και οι γονείς της, οι οποίοι ουδέποτε πίστεψαν στο Χότζα και τον αυταρχισμό του, -όμως προσποιούνταν ότι είναι γνήσιοι υπήκοοί του-, αποφασίζει μια μέρα να εγκαταλείψει για πάντα την Αλβανία, στην οποία παρότι στα χρόνια που αποφάσισε να φύγει είχαν δημιουργηθεί τυπικά δημοκρατικοί θεσμοί, ωστόσο μαστιζόταν από τη βία και τη διαφθορά.
Στα χρόνια μετά το Χότζα, η μητέρα της Λέα γίνεται πολιτικός του κόμματος της αντιπολίτευσης, ακολουθώντας τα χνάρια της σιδηράς κυρίας Θάτσερ, ενώ ο αριστερών πεποιθήσεων πατέρας της αναγκάζεται να πραγματοποιήσει και απολύσεις προσωπικού. Η Λέα, περιγράφει εδώ και μας δίνει τα επιχειρήματα για να συνειδητοποιήσουμε μία αλήθεια: ότι ασχέτως πολιτικών πεποιθήσεων, ιδεολογίας, κομματικής προτίμησης, εκείνο το σφάλμα στο οποίο υπέπεσαν οι γονείς της, υπαγορευόταν σε μεγάλο βαθμό από τις συνθήκες που βίωσαν και τους διαμόρφωσαν. Ερμηνεύει τα πράγματα μέσα από έναν ιστορικό υλισμό η συγγραφέας, που πιθανότατα να διαπότισε και την ίδια ως βίωμα, όμως εκείνη μέχρι και σήμερα προσπαθεί να βγει από το φαύλο κύκλο της μη κριτικής ματιάς. Γιατί αν κάτι μας κάνει να ξεχωρίζουμε, ασχέτως πολιτικής ταυτότητας και πεποιθήσεων, είναι η κριτική ματιά, η δημοκρατική σκέψη, η οποία μπορεί να εκλείπει ακόμα και από την πιο προοδευτική κατ'όνομα, ιδεολογία. Οι γονείς της Λέα έμαθαν να μισούν την καταπίεση που έζησαν και δικαίως. Όμως όταν κλήθηκαν να πάρουν αποφάσεις, εφάρμοσαν και οι ίδιοι απολυταρχικές μεθόδους, εκείνες που είχαν ζήσει. Η Λέα, μέχρι και σήμερα, έχοντας οριστικά εγκαταλείψει την Αλβανία, μάχεται να αποκτήσει μια ελευθερία που ακόμα δεν έχει κατακτήσει.
Παραθέτω εδώ, το τελευταίο απόσπασμα του συγκλονιστικού της βιβλίου:
''Ο κόσμος μου απέχει τόσο πολύ από την ελευθερία, όσο κι εκείνος απ'όπου προσπάθησαν να ξεφύγουν οι γονείς μου. Ως προς το ιδεώδες αυτό, και οι δύο κόσμοι υστερούν. Όμως οι αποτυχίες τους είχαν χαρακτηριστικές μορφές και, αν δεν μπορέσουμε να τις κατανοήσουμε, θα παραμείνουμε για πάντα διχασμένοι. Έγραψα την ιστορία μου για να εξηγήσω, να συμφιλιωθώ και να συνεχίσω την πάλη''.