Dag Solstad: Αιδημοσύνη και Αξιοπρέπεια, Εκδόσεις Ποταμός
από τη Θέμιδα Παναγιωτοπούλου
Πρόκειται για το σπουδαιότερο εν ζωή Νορβηγό συγγραφέα. Γεννήθηκε το 1941, ενώ έχει γράψει περίπου τριάντα έργα. Είναι ο μόνος συγγραφέας, που έχει τιμηθεί τρείς φορές με το Νορβηγικό Βραβείο Λογοτεχνικών Κριτικών.
Τί συμβαίνει όμως στο έργο του Αιδημοσύνη και Αξιοπρέπεια, που είχα την τύχη να ανακαλύψω, μεταξύ άλλων λογοτεχνικών διαμαντιών, στο παζάρι του βιβλίου στην πλατεία Κλαυθμώνος, που τελείωσε πριν από κάποιες ημέρες;
Ο Ελίας Ρούκλα, καθηγητής στο λύκειο Φάγκερμποργκ, βλέπει την εποχή του να τον σπρώχνει στο περιθώριο, ενώ σταδιακά αποκόπτεται από οτιδήποτε του προξενούσε κάποιο ενδιαφέρον μέχρι πρότινος.
Έτσι, μια συννεφιασμένη και μουντή μέρα, βρίσκεται ακινητοποιημένος σε μια κυκλική διάβαση (αρκετά συμβολικό της αδιέξοδης λούπας στην οποία έχει εισέλθει η ζωή του), και δεν ξέρει πια προς τα πού να πάει...
Υπάρχει σε όλη αυτή τη συνθήκη του καθηγητή και το κοίταγμα της ζωής του προς τα πίσω, σε συνδυασμό με την εποχή του, που ωστόσο τον σπρώχνει αδιάκοπα μπροστά, μην επιτρέποντάς του να αλλάξει τίποτα από τα περασμένα, μια αναφορικότητα με τον πίνακα "Angelus Novus" του Paul Klee, που για πολλά χρόνια υπήρξε στην κατοχή του φιλοσόφου Walter Benjamin. Ο Ελίας Ρούκλα, ακριβώς όπως ο 'άγγελος της ιστορίας΄, κοιτάζει στο παρελθόν και προσπαθεί να αναμετρηθεί μαζί του. Θα ήθελε αν μπορούσε, να διορθώσει τα κακώς κείμενα αναγεννώντας μέσα από τις στάχτες τους τα παλιά. Όμως η εποχή του, η ιστορία του, τον σπρώχνουν συνέχεια στο μέλλον, μην επιτρέποντάς του να διορθώσει τίποτα από όσα προηγήθηκαν...
Ίσως εκεί να κρύβεται και η ομοιότητα του καθηγητή Ελίας Ρούκλα με το Δρ. Ρέλλινγκ, ενός από τους ήρωες της 'Αγριόπαπιας' του Ίψεν, την οποία ο καθηγητής διδάσκει στους μαθητές λυκείου του Φάγκερμποργκ, συνειδητοποιώντας πόσο συχνά μπορεί να γίνεται ανιαρή η διδασκαλία του, για δεκαπεντάχρονους που αντιλαμβάνονται τον Ίψεν σαν ένα κλασικό θρύλο που μοιάζει να βγήκε μέσα από τη ναφθαλίνη. ¨Όμως όπως και ο Δρ. Ρέλλινγκ του Ίψεν, έτσι και ο Ελίας Ρούκλα, νιώθει να βρίσκεται εκεί μόνο για να σχολιάζει καταστάσεις, δίχως να μπορεί να πάρει απάντηση σε κανενα απο τα σημαντικά ζητήματα της ζωής του, δίχως να είναι σε θέση να επηρεάσει αληθινά, καμία εξέλιξη. Πρόκειται για ένα σαρωτικό απολογισμό ζωής, που κρυφοκοιτάζει το παρελθόν με δίψα, αναζητώντας κάποια ίχνη συλλογικής μνήμης στο παρόν και το μέλλον, τα οποία διαρκώς χάνονται.
Ο Ελίας Ρούκλα, κάποτε διασκέδαζε με τον αγαπημένο του φίλο και πρώην μαθητή φιλοσοφίας, ζούσε από κοντά το γάμο του και τη γέννηση της κόρης του τελευταίου, μέχρι που εκείνος αποφάσισε να τα εγκαταλείψει όλα και να φύγει για τη Νέα Υόρκη. Ο Ελίας, ανέλαβε στη θέση του, μένοντας μαζί με την όμορφη Εύα και την κόρη του φίλου του. Καθώς τα χρόνια περνούσαν, και η ασυλληπτη ομορφιά της Εύας ξεθώριαζε, η άνεση με την οποία η Εύα αντιμετώπιζε το γεγονός αυτό, άρχισε να δημιουργεί ερωτηματικά στον Ελίας, ακόμα και για το αν τον αγάπησε ποτέ...βλέποντας πόσο αδιάφορη παρουσιαζόταν μπροστά στη φθορά, δίχως να διερωτάται τί μπορεί να είχε τραβήξει κοντά της τον καθηγητή. Όταν η κόρη της μεγάλωσε και έφυγε από το σπίτι, τα πράγματα συνέχισαν την πορεία τους, με εκείνη να ξεδιπλώνει πτυχές του χαρακτήρα της που έδειχναν μια απελευθέρωση από το βάρος της επιτηδευμένης θηλυκότητας των νιάτων της, ενώ ο Ελίας συνέχιζε να διδάσκει χωρίς προοπτική, χωρίς να βρίσκει πια νόημα, σε κάποιο από τα πολλά λύκεια του 'Όσλο...Και έτσι ένα απόγευμα, βροχερό και μουντό όπως συνήθως είναι τα απογεύματα στην πρωτεύουσα της Νορβηγίας, μετά από ένα μοιραίο λάθος ενός ανιαρού δίωρου μαθήματος, με θέμα την Αγριόπαπια του Ίψεν, ο Ελίας βρίσκεται μπροστά από ένα δίλημμα στη μέση του δρόμου, μη ξέροντας προς τα πού να πάει...
''Ως υπερχρεωμένοι ανήκαν σαφώς στους χαμένους, στους όχι και τόσο πετυχημένους, αλλά κοινωνικά αυτό τους έδινε την εικόνα ενός απόλυτα μοντέρνου ανθρώπου. Ως υπερχρεωμένοι μπορούσαν να ρίχνονται άφοβα στις εφημερίδες και στα προγράμματα της τηλεόρασης, κερδίζοντας έτσι το δικαίωμα να σχολιάζουν όσα λέγονταν εκεί, στο πεδίο δηλαδή όπου εκφράζονταν οι επικρατέστερες τάσεις. Ως υπερχρεωμένος είχες την ευχέρεια να μοιράζεσαι τις αξίες και τις προτιμήσεις, με άλλα λόγια τη στάση ζωής που εξέφραζε η συγκεκριμένη κατάσταση. Ο Ελίας Ρούκλα, μην έχοντας να πει κάτι, μιλούσε κι εκείνος για ανούσια πράγματα. Ακριβώς όπως οι υπόλοιποι. Ναι μεν με κριτική και ειρωνική ματιά, αλλά στην ουσία τίποτα το ιδιαίτερο.''