Χένρυ Τζέημς, Το στρίψιμο της βίδας, Εκδόσεις Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος
από τη Θέμιδα Παναγιωτοπούλου
Ο Χένρυ Τζέημς, ο σπουδαιότερος ίσως Αμερικανός εκπρόσωπος του ρεαλισμού στη λογοτεχνική παράδοση, μεταφρασμένος από τον Κοσμά Πολίτη στην παρούσα έκδοση των εκδόσεων Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος, πραγματεύεται σε αυτήν εδώ την πολυμεταφρασμένη και παγκοσμίως γνωστή νουβέλα του, ζητήματα όπως η έκλειψη της παιδικής αθωότητας, η κακοποίηση, η εμμονική σκέψη και περισσότερο από όλα, η αρρωστημένη ανάγκη ελέγχου και χειραγώγησης των παιδικών ψυχών από τον κηδεμόνα τους.
Το στρίψιμο της βίδας, σύμφωνα με το οπισθόφυλλο του βιβλίου αποτελεί μια μεταφορά όσο προχωρούν τα κεφάλαια, που σχετίζεται με το γεγονός ότι ο αναγνώστης εισχωρεί, σαν βίδα που στρίβει όλο και βαθύτερα στους χαρακτήρες και την πλοκή της υπόθεσης. Ωστόσο, νομίζω ο τίτλος έχει να κάνει περισσότερο με παρομοίωση με ένα φρικιαστικό βασανιστήριο, που λάμβανε χώρα στα χρόνια της Ιεράς Εξέτασης. Επρόκειτο για το τρύπημα με βίδες στα άκρα των θυμάτων, ούτως ώστε να προβούν σε κάποιο είδος ομολογίας...Δεν είναι τυχαίο άλλωστε, ότι η γκουβερνάντα που αναλαμβάνει το ρόλο της κηδεμονίας των δύο αδερφιών του Μάιλς και της Φλώρας, αδιαλλείπτως και με εμμονική προσήλωση, επιχειρεί να τους αποσπάσει κάποια πληροφορία, αναφορικά με τη μεταφυσική παρουσία μέσα στο σπίτι, των δύο προηγούμενων υπηρετών της εξοχικής κατοικίας όπου διαβιούν τα παιδιά.
Η γκουβερνάντα της οποίας την αφήγηση παρακολουθούμε, γίνεται κυριολεκτικά κηδεμόνας των παιδιών, αφού εξαρχής έρχεται στο σπίτι με πρωτοβουλία του θείου των παιδιών και κηδεμόνα τους, και με τη ρητή εντολή να μην τον ενημερώνει και να μην τον απασχολεί για οτιδήποτε συμβαίνει ή προκύπτει. Σταδιακά, η γκουβερνάντα έρχεται τόσο κοντά στα παιδιά, ζει μέσα από αυτά και αποκτά μητρική ταυτότητα απέναντί τους. Το μεταφυσικό στοιχείο είναι έντονο, καθώς από την αρχή της νουβέλας, η ανησυχία της γκουβερνάντας των δύο αδερφιών, σχετίζεται με την παρουσία μέσα στο σπίτι των δύο νεκρών προηγούμενων υπηρετών του σπιτιού. Η παρουσία τους στοιχειώνει τη σκέψη της και σε όλη τη διάρκεια της σκοτεινής και θολής αφήγησής της, ο αναγνώστης προσπαθεί να διαπιστώσει αν η παρουσία και ο κίνδυνος των δύο διαβολικών πρώην υπηρετών είναι αληθινή ή προϊόν φαντασίας.
Χιλιάδες αναγνώσεις του έργου του Χένρυ Τζέημς, δεν έχουν αποκωδικοποιήσει τον παραπάνω γρίφο. Και ίσως αυτή να είναι η αιτία, που μέχρι σήμερα αποτελεί αντικείμενο συζήτησης το διαχρονικό του κείμενο. Παρόλα αυτά, εύκολα συνάγεται η παθολογική στάση της κηδεμονίας της γκουβερνάντας, η οποία πιθανότατα οραματίζεται φανταστικούς κινδύνους, έχοντας κυριολεκτικά γαντζωθεί πάνω από τα παιδιά που αποτελούν το λόγο που ζει και αναπνέει. Η διάθεση να τα προστατέψει από κινδύνους που πιθανώς να υπάρχουν πιθανώς όμως και όχι, σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό, με την αδυναμία αποχωρισμού, την αδυναμία συμβιβασμού με τη φυσιολογική εξέλιξη του μεγαλώματος και της ανεξαρτησίας, τη διάθεση να κοπούν τα φτερά εκείνα που θα οδηγούσαν σε υπεύθυνους και αυτάρκεις ενήλικες.
Η πλοκή, εκτυλίσσεται στην αγγλική εξοχή. Δεν είναι τυχαία αυτή η επιλογή του συγγραφέα, καθώς ο ίδιος ο Χένρυ Τζέημς έζησε αρκετά σε ευρωπαϊκές πόλεις, μεταξύ των οποίων και στο Λονδίνο, έχοντας αφομοιώσει καλά την κουλτούρα και την αισθητική του ευρωπαϊκού σκηνικού.
''Μα είχε κιόλας πεταχτεί από την αγκαλιά μου, ψάχνοντας, κοιτάζοντας ολόγυρα με γουρλωμένα μάτια, και βλέποντας μονάχα τη γαλήνια μέρα. Κάτω από το χτύπημα του τί έχασε, γι'αυτό που ήμουν τόσο περήφανη, έμπηξε μια στριγγλιά σαν να γκρεμιζόταν σε άβυσσο, κι έτσι που τον άδραξα, ήταν σαν να τον έπιασα την ώρα που έπεφτε. Τον έπιασα, ναι, τον κρατούσα. Είναι εύκολο να φανταστείτε με πόσο παράφορο πάθος-μα ύστερα από ένα λεπτό άρχισα να νιώθω τί ήταν πραγματικά αυτό που κρατούσα. Ήμασταν μονάχοι με τη γαλήνια μέρα, και η καρδούλα του, στερεμένη, είχε σταματήσει.΄΄